- ἀνεφίκτων
- ἀνέφικτοςout of reachmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
недооумѣньныи — (6*) пр. Непостижимый, непонятный; тайный: и вразумѣ многоплодье д҃ха. недоѹменьно имущи. (διοπυρον!) ГБ XIV, 72г; то бо растерза завѣсу. и обнажи ст҃а˫а ст҃хъ. недоѹменьна неразумны(м) покровена. (ἀπόρρητα) Там же, 76в; еже свыше б҃и˫а стро˫а… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek